- κρητολόγος
- οαυτός που ασχολείται με επιστημονικές μελέτες σχετικές με την Κρήτη.[ΕΤΥΜΟΛ. < Κρήτη + -λόγος (< λόγος λέγω), πρβλ. βυζαντινο-λόγος, ινδο-λόγος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
κρητολογία — η [κρητολόγος] η επιστημονική ενασχόληση με θέματα και προβλήματα τής Κρήτης … Dictionary of Greek